Τι είναι το υπερηχογράφημα εντέρου;
Το υπερηχογράφημα εντέρου είναι μία εξειδικευμένη εξέταση. Ουσιαστικά πρόκειται για υπερηχογραφική μελέτη, με την οποία ο εξειδικευμένος ιατρός αποκτά πρόσβαση στο έντερό σας (λεπτό και παχύ έντερο). Πιο συγκεκριμένα, με το υπερηχογράφημα αναδεικνύονται εικόνες υψηλής ευκρίνειας, οι οποίες αφορούν τόσο στο τοίχωμα (εξωτερικό περίβλημα) του εντέρου, όσο και στο περιεχόμενο του εντέρου που βρίσκεται στο εσωτερικό του (στον αυλό του εντέρου). Με τις εικόνες αυτές ο γιατρός σας θα συσχετίσει ή όχι τα συμπτώματά σας με διάφορες παθήσεις του λεπτού και/ή του παχέος εντέρου.
Πόσο εύκολη είναι η διενέργεια του υπερηχογραφήματος εντέρου;
Η διενέργεια του υπερηχογραφήματος εντέρου δεν είναι εύκολη. Η δυσκολία του έγκειται στις ανατομικές ιδιαιτερότητες του λεπτού και του παχέος εντέρου : το έντερο είναι κοίλο όργανο με αυλό (δεν είναι συμπαγές), έχει περιεχόμενο το οποίο μετακινείται αδιάκοπα, το περιεχόμενο αυτό συχνά είναι αέρας, ο οποίος απωθεί τα υπερηχητικά κύματα με συνέπεια να δυσχεραίνεται ή να καθίσταται αδύνατη η απεικόνιση του τμήματος του εντέρου που εντοπίζεται σε απόσταση από το δέρμα της κοιλιάς (ενώ το επιφανειακό απεικονίζεται επαρκώς). Επίσης, η θέση του εντέρου μεταβάλλεται (το έντερο, με εξαίρεση τα τμήματα του παχέος εντέρου που είναι καθηλωμένα στο οπίσθιο τοίχωμα της κοιλιάς, είναι όργανο κινητό), εξαιτίας της σύσπασης των μυών του τοιχώματός του. Επιπλέον, η ανατομική του θέση δεν είναι σταθερή από άτομο σε άτομο.
Εν τούτοις, για τον εξειδικευμένο ιατρό που έχει εκπαιδευτεί στο υπερηχογράφημα κοιλίας, έχει εκπαιδευτεί εξειδικευμένα στο υπερηχογράφημα εντέρου και έχει πλούσια εμπειρία, η επιτέλεση αξιόπιστου εντερικού υπερηχογραφήματος είναι απολύτως εφικτή.
Ποιος ιατρός είναι ο ειδικός να διενεργήσει αυτή την εξέταση;
Ο κατάλληλος ιατρός για να διενεργήσει το υπερηχογράφημα εντέρου είναι ο εξειδικευμένος γαστρεντερολόγος που έχει λάβει ειδική πρακτική εκπαίδευση στο υπερηχογράφημα εντέρου. Είναι πάρα πολύ σημαντικό ο ιατρός που διενεργεί το υπερηχογράφημα εντέρου να είναι κλινικός γαστρεντερολόγος, προκειμένου να είναι σε θέση να συσχετίζει τα συμπτώματα του ασθενούς και τα ευρήματά του από την κλινική εξέταση του ασθενούς με τα ευρήματα από το υπερηχογράφημα. Επίσης είναι επιθυμητό ο ιατρός που διενεργεί το υπερηχογράφημα εντέρου να είναι ο ίδιος ο θεράπων γαστρεντερολόγος του ασθενούς.
Στη χώρα μας η ειδική άδεια διενέργειας υπερήχων των οργάνων της γαστρεντερολογίας χορηγείται σε ειδικευμένους γαστρεντερολόγους κατόπιν ολοκληρωμένης πρακτικής εκπαίδευσης σε εξειδικευμένες μονάδες από ειδικούς στο αντικείμενο γαστρεντερολόγους. Χρονικά αυτή η εκπαίδευση λαμβάνει χώρα μετά την απόκτηση του τίτλου ειδικότητας. Η επάρκεια του ιατρού ταυτοποιείται με το πέρας της εκπαίδευσής του, διά επιτυχών εξετάσεων (γραπτές, προφορικές, διενέργεια υπερηχογραφήματος επί νοσοκομειακών ασθενών).
Ποια όργανα ελέγχουμε με το υπερηχογράφημα εντέρου;
Στο υπερηχογράφημα εντέρου ο ιατρός μελετά απεικονιστικά το τοίχωμα και τον αυλό του λεπτού και του παχέος εντέρου. Συγχρόνως ο ιατρός ελέγχει για την παρουσία παθολογικώς διογκωμένων λεμφαδένων, που ενδεχομένως βρίσκονται σε γειτνίαση με το έντερο (επιχώριοι λεμφαδένες που έχουν διογκωθεί συνεπεία εντερικών παθήσεων), αλλά και για την παρουσία ή όχι υγρού ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα του εντέρου.
Πόσο διαρκεί το υπερηχογράφημα εντέρου;
Τυπικά, το υπερηχογράφημα του εντέρου διαρκεί από 10 έως 30 λεπτά.
Ποια η σχέση του υπερηχογραφήματος άνω ή κάτω κοιλίας με το υπερηχογράφημα εντέρου; Είναι η ίδια εξέταση με διαφορετικό όνομα;
Ο όρος «υπερηχογράφημα άνω κοιλίας» περιλαμβάνει την απεικονιστική μελέτη των συμπαγών οργάνων της άνω κοιλίας, όπως το ήπαρ και το πάγκρεας, ενώ ό όρος «υπερηχογράφημα κάτω κοιλίας» περιλαμβάνει τον έλεγχο της ουροδόχου κύστεως, των νεφρών και των έσω γεννητικών οργάνων, τα οποία διαφέρουν ανάλογα με το φύλο. Καμία από τις δύο εξετάσεις δεν περιλαμβάνει τη μελέτη του εντέρου. Συνεπώς, το υπερηχογράφημα άνω κοιλίας, το υπερηχογράφημα κάτω κοιλίας και το υπερηχογράφημα εντέρου είναι εντελώς διαφορετικές εξετάσεις. Παρά ταύτα, ο ιατρός που διενεργεί το υπερηχράφημα εντέρου πρέπει να είναι σε θέση εξίσου αξιόπιστα υπερηχογράφημα άνω και κάτω κοιλίας. Εξάλλου, οι εξετάσεις αυτές είναι εφικτό να γίνουν στην ίδια συνεδρία, εφόσον ο ασθενής έχει υποβληθεί στη δέουσα προετοιμασία. Απλώς, απαιτείται περισσότερος χρόνος.
Πώς διενεργείται αυτή η εξέταση;
Ο ασθενής τοποθετείται σε ύπτια θέση, με την κεφαλή σε σχετικά υπερυψωμένη θέση συγκριτικά με το υπόλοιπο σώμα. Ο ειδικός ιατρός απλώνει αρχικά ειδικό gel στο δέρμα της κοιλιακής χώρας, το οποίο επιτρέπει την απρόσκοπτη και σε βάθος διείσδυση των υπερηχητικών κυμάτων που πέμπονται από την κεφαλή. Ακολούθως, ελέγχει με την κεφαλή του υπερηχογράφου ολόκληρη την κοιλία (σάρωση), λαμβάνοντας αρχικά μία αδρή εικόνα του του εντέρου σε πραγματικό χρόνο. Ακολούθως, ελέγχει το παχύ έντερο, ξεκινώντας από την περιοχή της σκωληκοειδούς απόφυσης και μετακινώντας την κεφαλή στην περιφέρεια της κοιλιακής χώρας (το παχύ έντερο κατανέμεται ανατομικά στην κοιλιακή χώρα με σχήμα Π). Μετά, ελέγχει το λεπτό έντερο, που βρίσκεται στο κέντρο της κοιλιακής χώρας. Ο ασθενής έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί την απεικόνιση σε ειδική οθόνη που βρίσκεται δίπλα του και να ενημερώνεται από τον ιατρό του για τα ευρήματα σε ζωντανό χρόνο. Σε μερικές περιπτώσεις ο ιατρός ενδέχεται να ζητήσει από τον ασθενή να εισπνεύσει βαθιά ή να κρατήσει την αναπνοή του για λίγο. Άλλοτε, ενδέχεται να ασκήσει ήπια πίεση με την κεφαλή του υπερήχου στην κοιλιά, προκειμένου να σταθεροποιήσει το έντερο και να το ελέγξει επαρκέστερα.
Ποια είναι η προετοιμασία του ασθενούς προκειμένου να υποβληθεί σε υπερηχογράφημα εντέρου;
Στις συντριπτικά περισσότερες περιπτώσεις, το υπερηχογράφημα εντέρου δεν απαιτεί κάποια προετοιμασία. Στις περιπτώσεις που ο ιατρός κρίνει πως πρέπει να μελετηθεί και η κινητικότητα του εντέρου με το υπερηχογράφημα, ο ασθενής πρέπει να παραμείνει νηστικός από φαγητό και νερό επί 6-8 ώρες πριν την εξέταση. Σε σπάνιες περιπτώσεις, για τον έλεγχο του λεπτού εντέρου, ο ιατρός ενδέχεται να ζητήσει από τον ασθενή να πιει μικρή ποσότητα ενός ειδικού υγρού (όμοιο με καθαρτικό) λίγη ώρα πριν την εξέταση.
Ποιος είναι ο απαραίτητος εξοπλισμός που πρέπει να είναι διαθέσιμος στο ιατρείο για να μπορέσει να διενεργηθεί με την δέουσα επιστημονική ακρίβεια το υπερηχογράφημα εντέρου;
Το υπερηχογράφημα εντέρου απαιτεί σύγχρονο υπερηχογράφο, με άριστη διαγνωστική ευκρίνεια. Είναι άκρως απαραίτητο ο υπερηχογράφος να παρέχει τη δυνατότητα στον εξειδικευμένο ιατρό να επιλέγει ποια τεχνικά χαρακτηριστικά των υπερηχητικών κυμάτων θα χρησιμοποιήσει ανάλογα με την κάθε ξεχωριστή περίπτωση του ασθενούς. Είναι απολύτως αναγκαίο η κεντρική μονάδα του υπερηχογράφου να είναι συνδεδεμένη με δύο σύγχρονες κεφαλές υπερήχων υψηλής ανάλυσης :
1 η κυρτή (convex), η οποία εκπέμπει κύματα χαμηλών συχνοτήτων. Με αυτή την κεφαλή ο ιατρός θα είναι σε θέση να εκτιμήσει συνολικά τα όργανα της κοιλιακής χώρας και να απεικονίσει τα τμήματα αυτά του εντέρου που βρίσκονται σε ικανή απόσταση από την επιφάνεια του δέρματος (περισσότερο βαθιά), και
2 η γραμμική (linear), η οποία εκπέμπει κύματα χαμηλών συχνοτήτων. Με αυτή την κεφαλή ο ιατρός θα ελέγξει τα τμήματα του εντέρου που βρίσκονται σε βραχεία απόσταση από την επιφάνεια του δέρματος (περισσότερο επιφανειακά).
Ποιες παραμέτρους αξιολογεί ο εξειδικευμένος ιατρός στο υπερηχογράφημα εντέρου;
Ο ιατρός που εκτελεί το υπερηχογράφημα του εντέρου αξιολογεί το πάχος του τοιχώματος σε πολύ μεγάλο μήκος του λεπτού και του παχέος εντέρου, μελετά ξεχωριστά τις πέντε διαφορετικές στοιβάδες (στρώματα) από τις οποίες αποτελείται το εντερικό τοίχωμα (διαστρωμάτωση τοιχώματος), την ποσότητα και το είδος του περιεχομένου του εντερικού αυλού, την διάμετρο του λεπτού και του παχέος εντέρου (εκτιμώντας με τον τρόπο αυτό εάν υπάρχει διάταση του αυλού), την ικανότητα του εντερικού τοιχώματος να συσπάται με τις μυϊκές του στοιβάδες και να προωθεί προς την περιφέρεια του εντέρου (ορθό) το εντερικό περιεχόμενο, την παρουσία ελευθέρου υγρού πέριξ του εντέρου, την επαρκή ή όχι αγγείωση του εντέρου με αίμα πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά και την κατάσταση του περικολικού λίπους σε περιπτώσεις οξείας φλεγμονής. Τέλος, σε περιπτώσεις χρόνιας κολίτιδας, ο ιατρός είναι σε θέση να διαγνώσει ενδεχόμενες επιπλοκές, όπως στενώσεις του εντέρου, αποστήματα (εντοπισμένη συλλογή πύου) και συρίγγια (δηλαδή παθολογική επικοινωνία μεταξύ περιοχών που φυσιολογικά δεν επικοινωνούν, όπως πχ μεταξύ του εντέρου και του δέρματος ή μεταξύ δύο διαφορετικών τμημάτων του εντέρου).
Μπορεί το υπερηχογράφημα του εντέρου να αντικαταστήσει άλλες εξετάσεις που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση των παθήσεων της κοιλιακής χώρας (π.χ. γαστροσκόπηση, ορθοσκόπηση, ολική κολονοσκόπηση, αξονική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας, μαγνητική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας, ακτινογραφία κοιλίας, ενδοσκοπική κάψουλα λεπτού εντέρου);
To υπερηχογράφημα εντέρου παρέχει πληροφορίες διαφορετικές από αυτές που προσφέρουν οι προαναφερθείσες εξετάσεις. Κατά συνέπεια, με τις εξετάσεις αυτές λειτουργεί συμπληρωματικά. Δεν αντικαθίσταται ούτε υποκαθίσταται από τις εξετάσεις αυτές. Αλλά και δεν αντικαθιστά ούτε υποκαθιστά κάποια από τις εξετάσεις αυτές. Πιο συγκεκριμένα, αναφορικά με τις ενδοσκοπικές εξετάσεις (γαστροσκόπηση, ορθοσκόπηση, κολονοσκόπηση, ενδοσκοπική κάψουλα), είναι ευνόητο ότι δεν τίθεται σύγκριση με το υπερηχογράφημα εντέρου, διότι οι μεν προσφέρουν δυνατότητα άμεσης όρασης ενώ το δε είναι έμμεση απεικόνιση. Εξάλλου, το υπερηχογράφημα εντέρου δεν είναι αξιόπιστη εξέταση για τις παθήσεις του στομάχου και του ορθού, οι οποίες διαγιγνώσκονται με γαστροσκόπηση και ορθοσκόπηση, αντίστοιχα. Τέλος, οι λοιπές απεικονιστικές εξετάσεις (ακτινογραφία, αξονική και μαγνητική τομογραφία) αφενός μεν δεν είναι απόλυτα ευαίσθητες στη διάγνωση των εντερικών παθήσεων αφετέρου δε βασίζονται σε διαφορετικές τεχνικές· ως εκ τούτου τα ευρήματά τους δεν είναι ορθό επιστημονικά να συγκρίνονται με τα ευρήματα του υπερηχογραφήματος εντέρου, αλλά και ούτε ταυτίζονται με αυτά.
Μπορεί το υπερηχογράφημα εντέρου να αντικαταστήσει την κολονοσκόπηση, ως μέθοδο προληπτικού ελέγχου για τον καρκίνο του παχέος εντέρου ;
H στρατηγική πρόληψης του καρκίνου του παχέος εντέρου βασίζεται στην έγκαιρη και ολική αφαίρεση των καλοήθων προκαρκινικών πολυπόδων του παχέος εντέρου με την κολονοσκόπηση. Επειδή το υπερηχογράφημα εντέρου δεν διαγιγνώσκει τους πολύποδες του παχέος εντέρου (με εξαίρεση τους πολύ μεγάλους, αλλά ακόμα και για αυτούς δεν παρουσιάζει μεγάλη ευαισθησία), δεν προσφέρεται ως μέθοδος προσυμπτωματικού προληπτικού ελέγχου για τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Γενικότερα μιλώντας, το υπερηχογράφημα εντέρου δεν αποτελεί μέθοδο προληπτικού ελέγχου (check-up) για τις παθήσεις του εντέρου.
Ποιες είναι οι παθήσεις στις οποίες βρίσκει την κύρια εφαρμογή του το υπερηχογράφημα εντέρου;
Με το υπερηχογράφημα εντέρου ο εξειδικευμένος ιατρός διαγιγνώσκει φλεγμονώδεις παθήσεις της κοιλιακής χώρας (οξεία σκωληκοειδίτιδα, οξεία εκκολπωματίτιδα, απόστημα κοιλίας), νεοπλασματικές παθήσεις του εντέρου (καλοήθεις πολύποδες, καρκίνους του λεπτού ή του παχέος εντέρου), την εντερική απόφραξη (ειλεός) και την διάτρηση κοίλου σπλάγχνου. Στις παθήσεις αυτές η ευαισθησία του υπερηχογραφήματος εντέρου είναι αρκετά καλή (όχι άριστη). Όμως σε περίπτωση που το υπερηχογράφημα τις αναδείξει, τα ευρήματά του είναι πάρα πολύ αξιόπιστα (έχει υψηλή ειδικότητα). Σε πολύ εξειδικευμένα χέρια είναι επίσης δυνατόν να τεθεί με το υπερηχογράφημα εντέρου η υποψία σπάνιων εντερικών παθήσεων, όπως η κοιλιοκάκη και η επιπλοϊκή αποφυσίτιδα.
Όμως οι κύριες παθήσεις στις οποίες χρησιμοποιείται κλινικά το υπερηχογράφημα εντέρου είναι οι ιδιοπαθείς φλεγμονώδεις νόσοι του εντέρου (ΙΦΝΕ), δηλαδή η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα.
Μπορεί το υπερηχογράφημα εντέρου να θέσει τη διάγνωση των ιδιοπαθών φλεγμονωδών νόσων του εντέρου (ΙΦΝΕ);
Το υπερηχογράφημα εντέρου δεν χρησιμοποιείται για τη διάγνωση των ιδιοπαθών φλεγμονωδών παθήσεων του εντέρου (ΙΦΝΕ). Η διάγνωση των ΙΦΝΕ τίθεται με την ενδοσκόπηση κατωτέρου πεπτικού (ολική κολονοσκόπηση/ειλεοσκόπηση) κατά την οποία λαμβάνονται δείγματα από το λεπτό και το παχύ έντερο υλικό προς ιστολογική εξέταση (βιοψίες). Η λεπτομερής εξέταση των δειγμάτων από τον Παθολογοανατόμο θέτει την οριστική διάγνωση των ΙΦΝΕ.
Επιτελώντας ποιους ρόλους το υπερηχογράφημα εντέρου βοηθά τους ασθενείς με ΙΦΝΕ;
Το υπερηχογράφημα του εντέρου είναι σε θέση να βοηθήσει τον θεράποντα ιατρό να τροποποιήσει τη φαρμακευτική αγωγή και την εν γένει φροντίδα των ασθενών με ΙΦΝΕ όλων των ηλικιών. Συμβάλλει στην παρακολούθηση της ενεργότητας και τη δραστηριότητα της νόσου και βοηθά τον ιατρό να ελέγξει εάν η νόσος έχει επιπλακεί από συρίγγια, αποστήματα ή στενώσεις. Επιπλέον, εκτιμά άμεσα και μη παρεμβατικά (δηλαδή χωρίς κολονοσκόπηση) τον βαθμό ανταπόκρισης του ασθενούς στη (βιολογική ή άλλη) θεραπεία που λαμβάνει. Αυτό επιτρέπει στον θεράποντα ιατρό να αποφασίσει άμεσα, κατά την επίσκεψη του ασθενούς στο ιατρείο, εάν ο ασθενής θα συνεχίσει με την αγωγή που ήδη λαμβάνει ή εάν θα αλλάξει το θεραπευτικό του σχήμα. Καθοδηγεί, επίσης, τον θεράποντα ιατρό στην κατάρτιση του διαγνωστικού του πλάνου (εάν ο ασθενής χρήζει περαιτέρω εξετάσεων, ποιες είναι αυτές) και στον καθορισμό του χρόνου επανελέγχου. Τέλος, απεικονίζοντας το έντερο μετά από χειρουργική επέμβαση για ΙΦΝΕ, ο ιατρός ελέγχει για πρώιμα υπερηχογραφικά σημεία υποτροπής της νόσου.
Ποια είναι τα οφέλη και τα ποια πλεονεκτήματα του υπερηχογραφήματος εντέρου για τους ασθενείς με ΙΦΝΕ;
Το υπερηχογράφημα εντέρου έχει πολλά πλεονεκτήματα. Είναι μία ανώδυνη εξέταση, κατά την οποία δεν εκπέμπεται ακτινοβολία. Συνιστά μία μη παρεμβατική εξέταση, η οποία δεν απαιτεί προετοιμασία κάθαρσης του παχέος εντέρου. Σε εξειδικευμένα ιατρικά χέρια, όταν δηλαδή ο ιατρός γνωρίζει πώς να χρησιμοποιεί τον υπερηχογράφο, το υπερηχογράφημα εντέρου δεν έχει κινδύνους, παρενέργειες ή επιπλοκές. Είναι μία διαγνωστικά ακριβής εξέταση, η οποία δεν απαιτεί νοσοκομειακό περιβάλλον και είναι εφικτό να διενεργηθεί σε επίπεδο ιδιωτικού ιατρείου. Μπορεί να διενεργηθεί τόσο σε τακτική βάση, αλλά εξίσου αξιόπιστα και σε επείγουσα βάση, κατά την οποία δεν υπάρχει η πολυτέλεια της προετοιμασίας, που απαιτούν άλλες διαγνωστικές εξετάσεις.
Επιπλέον, στις περιπτώσεις που το υπερηχογράφημα εντέρου διενεργείται σε ασθενείς με ΙΦΝΕ, ο ιατρός σας μπορεί να διαγνώσει εάν η νόσος είναι σε ύφεση ή εάν είναι ενεργός. Τέλος, βασιζόμενος στα δεδομένα της εξέτασης αυτής, ο ιατρός σας είναι σε θέση να λάβει άμεσες αποφάσεις αναφορικά με τη θεραπεία του ασθενούς, δηλαδή εάν θα συνεχίσει την ίδια θεραπεία ή εάν θα ακολουθήσει διαφορετική θεραπευτική αγωγή.
Πάσχω από ΙΦΝΕ. Πώς θα γνωρίζω εάν είμαι υποψήφιος για παρακολούθηση με εντερικό υπερηχογράφημα;
Για την πλειονότητα των ασθενών με ΙΦΝΕ, το υπερηχογράφημα εντέρου είναι ένα πολύτιμο εργαλείο για την παρακολούθηση της ενεργότητας και της δραστηριότητας της νόσου. Ελάχιστοι ασθενείς δεν είναι σε θέση να υποβληθούν σε αξιόπιστο υπερηχογράφημα εντέρου, εξαιτίας της ιδιαίτερης ανατομίας του σώματός τους ή λόγω συνυπάρχουσας παχυσαρκίας.
Μπορεί το εντερικό υπερηχογράφημα να προβλέψει την ανταπόκριση των ασθενών με ΙΦΝΕ στην νεο-εφαρμοζόμενη θεραπεία;
Αρκετές μελέτες έχουν δείξει πως εάν οι παράμετροι της φλεγμονής, όπως αυτοί εκτιμώνται με το υπερηχογράφημα εντέρου, ομαλοποιηθούν σε 15 ημέρες από την έναρξη της νέας θεραπείας σε ασθενείς με ΙΦΝΕ, τότε οι ασθενείς αυτοί έχουν μεγάλη πιθανότητα να ανταποκριθούν στη θεραπεία και να διατηρήσουν την ύφεση της νόσου επί τουλάχιστον για 2 έτη.
Μπορεί το υπερηχογράφημα εντέρου να αντικαταστήσει την ενδοσκόπηση στους ασθενείς με ΙΦΝΕ;
Παρά το γεγονός πως υπάρχει πολύ καλή συσχέτιση της εικόνας της κολονοσκόπησης με την υπερηχογραφική εικόνα στους ασθενείς με ΙΦΝΕ, η αντικατάσταση της κολονοσκόπησης με το υπερηχογράφημα εντέρου δεν είναι ορθή ιατρικά, ούτε συνιστάται, διότι ο σύγχρονος στόχος της θεραπείας των ασθενών με ΙΦΝΕ είναι η βλεννογονική επούλωση (ενδοσκοπική ύφεση) συνδυαζόμενη με την ιστολογική επούλωση (ιστολογική ύφεση). Αμφότεροι οι στόχοι επιτυγχάνονται αποκλειστικά με την κολονοσκόπηση και τη λήψη βιοψιών. Εν τούτοις, επειδή το υπερηχογράφημα εντέρου λειτουργεί συμπληρωματικά με την κολονοσκόπηση, η διενέργειά του από έμπειρους ιατρούς μπορεί, στο κατάλληλο κλινικό πλαίσιο, να μειώσει τον αριθμό των κολονοσκοπήσεων επανελέγχου στις απολύτως απαραίτητες.
Σε ποιες περιπτώσεις ενδείκνυται η διενέργεια του υπερηχογραφήματος εντέρου;
Το υπερηχογράφημα εντέρου πρέπει να διενεργείται σε περίπτωση οξέος ή επίμονου κοιλιακού άλγους, μετεωρισμού ή εμέτων, ειδικά εάν ο ιατρός θέσει κλινικά την υποψία οξείας σκωληκοειδίτιδας, οξείας εκκολπωματίτιδας ή ειλεού (εντερικής απόφραξης). Ειδικά σε ασθενείς με ΙΦΝΕ, συνιστάται να διενεργείται σε κάθε νέα διάγνωση ΙΦΝΕ, σε υπόνοια επιπλοκών της νόσου, σε εμφάνιση νέων συμπτωμάτων, πριν την έναρξη νέας θεραπείας, 15 ημέρες και 3 μήνες μετά την έναρξη νέας θεραπείας, σε κάθε υποτροπή ή υποψία αυτής καθώς μετά από χειρουργική επέμβαση για ΙΦΝΕ. Επίσης, ειδικές ομάδες ασθενών με ΙΦΝΕ, στις οποίες η κολονοσκόπηση διενεργείται μόνο εάν υπάρχει απόλυτη ένδειξη (παιδιά, πολύ ηλικιωμένοι, εγκυμονούσες), το υπερηχογράφημα αποτελεί ιδανική εναλλακτική διαγνωστική μέθοδο αντί για την κολονοσκόπηση, εφόσον βέβαια οι συνθήκες του ασθενούς το επιτρέπουν.